- στίλβωσις
- στίλβ-ωσις, εως, ἡ,A making to shine, γενέσθαι εἰς ς. to be made bright, LXXEz.21.10(15), cf. Dsc.2.80.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιλβώσει — στίλβωσις making to shine fem nom/voc/acc dual (attic epic) στιλβώσεϊ , στίλβωσις making to shine fem dat sg (epic) στίλβωσις making to shine fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλβώσεις — στίλβωσις making to shine fem nom/voc pl (attic epic) στίλβωσις making to shine fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίλβωση — Επεξεργασία της επιφάνειας μερικών μετάλλων για την προστασία τους από τη διαβρωτική ενέργεια της ατμόσφαιρας. Σχηματίζεται έτσι ένα λεπτό στρώμα επιφανειακού οξειδίου ή θειούχου μεταλλικού χρώματος γενικά σκούρου. Στιλβώνονται αίφνης τα… … Dictionary of Greek
ՓԱՅԼԻՒՆ — (լման.) NBH 2 0930 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c գ. στίλβωσις, φέγγος, ἕκλαμψις splendor, fulgor. որ եւ ՓԱՅԼՈՒՄՆ. Փայլելն. շողիւն. պայծառութիւն. փայլիլը, փայլունութիւն. ... *Ի փայլուն փայլատականաց զինուց: Փայլիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
στίλβωσι — στίλβω glitter pres subj act 3rd pl στίλβωσις making to shine fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίλβωσιν — στίλβω glitter pres subj act 3rd pl στίλβωσις making to shine fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)